αρχιδιάκονος

αρχιδιάκονος
και -διάκος, ο (Μ ἀρχιδιάκονος)
ο πρώτος ανάμεσα στους διακόνους, ο πρωτοδιάκονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιδιάκονος — chief deacon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιδιάκονος — ο ο πρώτος από τους διάκους, αυτός που είναι στην άμεση υπηρεσία του επισκόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχιδιακόνοις — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδιακόνου — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδιακόνους — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδιακόνῳ — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδιάκονοι — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδιάκονον — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • архидияконъ — АРХИДИ˫АКОН|Ъ (14), А с. ἀρχιδιάκονος Архидьякон, старший дьякон: и написавъ мл҃твоу на хартию. дасть архиди˫аконоу. повелѣвъ ѥмоу оти(і)ти. и вьрхоу на гробѣ брата прочисти ю. (τῷ ἀρχιδιακόνῳ) КЕ XII, 249а; тъгда архидиа(к)ноу. зади сто˫ати… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”